- καραντίνα
- η1. υγειονομική κάθαρση, διάρκειας συν. 40 ημερών, δηλ. αστυνομικό μέτρο που συνίσταται στην προληπτική απομόνωση ατόμων, ζώων, εμπορευμάτων, πλοίων ή διαφόρων χώρων2. ναυτ. σήμα σε πλοίο που βρίσκεται σε υγειονομική κάθαρση3. μτφ. αποκλεισμός, απομόνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quarantena < quaranta «σαράντα», επειδή στα πλοία, σε περίπτωση μεταδοτικών ασθενειών τού πληρώματος, επιβαλλόταν απομόνωση σαράντα ημερών πριν τους επιτραπεί η είσοδος στο λιμάνι].
Dictionary of Greek. 2013.