καραντίνα

καραντίνα
η
1. υγειονομική κάθαρση, διάρκειας συν. 40 ημερών, δηλ. αστυνομικό μέτρο που συνίσταται στην προληπτική απομόνωση ατόμων, ζώων, εμπορευμάτων, πλοίων ή διαφόρων χώρων
2. ναυτ. σήμα σε πλοίο που βρίσκεται σε υγειονομική κάθαρση
3. μτφ. αποκλεισμός, απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quarantena < quaranta «σαράντα», επειδή στα πλοία, σε περίπτωση μεταδοτικών ασθενειών τού πληρώματος, επιβαλλόταν απομόνωση σαράντα ημερών πριν τους επιτραπεί η είσοδος στο λιμάνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καραντίνα — η (λ. ιταλ.), υγειονομική κάθαρση: Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης περάσαμε από καραντίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • λοιμοκαθαρτήριο — το εγκατάσταση στην οποία πραγματοποιείται η απομόνωση ατόμων που είναι ύποπτα ότι ήλθαν σε επαφή με πάσχοντες από μεταδοτικά νοσήματα και όπου υφίστανται ενδεχομένως τη λεγόμενη καραντίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + καθαρτήριο (< καθαιρώ). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”